- δυσικός
- δῠσικός, ή, όν,A = δυτικός, PLond.1.98.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικός — ή, ό (AM δυσικός, ή, όν) 1. δυτικός, προς τη δύση 2. αυτός που προέρχεται από τη δύση μσν. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek
δυσικά — δυσικός neut nom/voc/acc pl δυσικά̱ , δυσικός fem nom/voc/acc dual δυσικά̱ , δυσικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικῶν — δυσικός fem gen pl δυσικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοῖς — δυσικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοί — δυσικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικοῦ — δυσικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικούς — δυσικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσική — δυσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσικάς — δυσικά̱ς , δυσικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)